- -λογος
- (AM -λογος)β' συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α' συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος «δίνω λόγο»). Επίσης ο λόγος, με τη σημασία τού λογισμός, τού λογική ή τού λογαριασμός, εμφανίζεται ως β' συνθετικό προπαροξύτονων επιθ. σχηματισμένων απευθείας με προθεματικά στοιχεία (παράλογος, ανάλογος, υπόλογος, άλογος, εύλογος κ.λπ.). Τέλος, ο λόγος εμφανίζεται ως β' συνθετικό προπαροξύτονων επιθ. και ονομάτων, παραγώγων από ρήματα σύνθετα με πρόθεση τού λέγω, οπότε το παράγωγο δηλώνει την ενέργεια ή την ιδιότητα ή το αποτέλεσμα τής σημασίας που δηλώνει το ρήμα (αντίλογος < αντιλέγω, διάλογος < διαλέγομαι, σύλλογος < συλλέγω)·Σύνθετα με β' συνθετικό -λογος: άλογος, ανάλογος, αναξιόλογος, αντίλογος, ανυπόλογος, αξιόλογος, βρυχύλογος, δεκάλογος, διάλογος, δίλογος, έλλογος, επίλογος, εύλογος, κατάλογος, ομόλογος, παράλογος, πολύλογος, πρόλογος, σύλλογος, υπόλογος, φιλόλογοςαρχ.αλεξίλογος, αλλατόλογος, αμφίλογος, αμφιλόλογος, αναμφίλογος, ανομόλογος, αντέλλογος, απαράλογος, απόλογος, απρόσλογος, αφυσιόλογος, βαρύλογος, γλυκύλογος, έκλογος, επαμφίλλογος, επαπόλογος, ευδιάλογος, ευρησίλογος, ηδύλογος, κρυψίλογος, λυπησίλογος, μισόλογος, μισοφιλόλογος, νεοσύλλογος, ομοιόλογος, οξυακουσίλογος, οχλόλογος, παλίλλογος, συνομόλογος, τραχύλογοςνεοελλ.ανεύλογος, ανοιχτόλογος, γλυκόλογος, δυσανάλογος, δωδεκάλογος, δωσίλογος, ετοιμόλογος, μονόλογος, (ο)λιγόλογος, πικρόλογος, συνυπόλογος, τιμοκατάλογος.
Dictionary of Greek. 2013.